τύρμα

τύρμα
και τύρμη, ἡ, Μ
βλ. τούρμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τύρμας — τύρμᾱς , τύρμα turma fem acc pl τύρμᾱς , τύρμα turma fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τούρμα — Ονομαζόταν έτσι στον βυζαντινό στρατό η ανώτερη στρατιωτική μονάδα, η οποία απαρτιζόταν από 3 μοίρες ή δρούγγες, από τις οποίες η καθεμία περιλάμβανε 5 15 τάγματα, ολικής δύναμης 1.000 3.000 ανδρών. Η δύναμη όμως της τ. δεν έπρεπε να υπερβαίνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”